ἐλλόγων

ἐλλόγων
ἔλλογος
endowed with reason
masc/fem/neut gen pl
ἐλλογάω
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἐλλογάω
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νοημοσύνη — η 1. (λογ. φιλοσ.) η ικανότητα τών έλλογων όντων να νοούν, να σκέπτονται, να αντιλαμβάνονται, πνευματική ικανότητα, ευφυΐα 2. (ψυχολ.) αφηρημένη διανοητική ικανότητα αντίληψης, μάθησης και προσαρμογής, η οποία όμως διαφέρει από τις αντιδράσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”